Οι πηγές του άγχους
Το άγχος αποτελεί μία από τις πιο δημοφιλείς συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνει ένας άνθρωπος σήμερα και για τις οποίες μπορεί να ζητήσει βοήθεια από έναν ψυχίατρο ή έναν σύμβουλο ψυχικής υγείας. Η διαχείριση της κατάστασης αυτής απαιτεί υπομονή και επιμονή διότι αφενός παίρνει χρόνο να εντοπίσει κανείς στον εαυτό του την πηγή του άγχους του και αφετέρου να προχωρήσει σε αλλαγές που θα τον κάνουν να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής του με ηρεμία και αισιοδοξία. Καθώς αρχίζει λοιπόν κάποιος με την βοήθεια της ψυχοθεραπείας να σκαλίζει τα εντός του συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται να κάνει ένα ξεκαθάρισμα, δηλαδή να πετάξει τα άχρηστα και να πορευτεί στη ζωή του μόνο με τα χρήσιμα. Τα άχρηστα είναι συνήθως οι επιθυμίες άλλων ανθρώπων οι οποίες μας έχουν φορεθεί από την παιδική μας ηλικία και θεωρούμε προδοσία να τις ξεφορτωθούμε ή ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε φωναχτά ότι δεν είναι δικές μας. Στην συνέχεια επενδύουμε συναισθηματικά το φορτίο αυτό πείθοντας τον εαυτό μας ότι μόνο έτσι κάνουμε χαρούμενους τους γύρω μας. Δεν καταφέρνουμε όμως μεγαλώνοντας να πείσουμε και τον εαυτό μας ο οποίος είναι ο πιο δύσκολος αντίπαλος.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω παρακάτω την περίπτωση μιας γυναίκας η οποία ξεκίνησε την ψυχοθεραπεία προκειμένου να αντιμετωπίσει το άγχος που την ταλαιπωρούσε και για το οποίο είχε καταφύγει σε φάρμακα, αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά προκειμένου να περιορίσει την ένταση των συμπτωμάτων που βίωνε.
Σύντομο ιστορικό
Η Κατερίνα είναι 55 ετών σήμερα και δέχεται υπηρεσίες συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας τα τελευταία δύο χρόνια περίπου. Η Κατερίνα μετακόμισε πριν αρκετά χρόνια από την Αθήνα όπου ζούσε και εργαζόταν, σε μια επαρχιακή πόλη επειδή παντρεύτηκε με τον Γιάννη ο οποίος ήταν δημόσιος υπάλληλος και επιθυμούσε να επιστρέψει στην γενέτειρά του για να είναι κοντά στους γονείς του. Έκαναν δύο παιδιά, μια κόρη και ένα γιο, τα οποία σήμερα πια έχουν μεγαλώσει και ζουν μόνα τους. Αφορμή για να απευθυνθεί σε ψυχολόγο η Κατερίνα ήταν κάποιες συμπεριφορές του γιου της, ο οποίος τότε ήταν 20 χρονών αλλά και κάποιες συναισθηματικές δυσκολίες της κόρης της, η οποία ήταν 24 χρονών και ζούσε ήδη μόνη της. Αρκετές φορές εμείς οι ψυχοθεραπευτές βλέπουμε ότι τα παιδιά αποτελούν ισχυρή αφορμή ώστε να ζητήσει κάποιος βοήθεια για τον εαυτό του, κυρίως οι γυναίκες αλλά και τα ζευγάρια ακολούθως.
Σε πρώτη φάση λοιπόν ασχοληθήκαμε με τη σχέση που είχε η γυναίκα αυτή τόσο με τα παιδιά της αλλά και με τον σύζυγό της. Πραγματοποιήθηκαν συνεδρίες με όλα τα μέλη της οικογένειας που ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμα της Κατερίνας μιας και όλοι είχαν στο μυαλό τους ότι έτσι θα τη βοηθήσουν. Η Κατερίνα έκανε αρκετές προσπάθειες μόνη της ή και με την βοήθεια του γιατρού της να περιορίσει τα ψυχοφάρμακα που λάμβανε, ωστόσο ήταν άκαρπες διότι κάθε φορά που μείωνε τις δόσεις, ένιωθε ενοχές και ξυπνούσαν φόβοι για την ψυχική της υγεία.
Καθώς εξελισσόταν η διαδικασία της ψυχοθεραπείας της άρχισε να επικεντρώνεται σε δύο σημαντικές σχέσεις που την ταλαιπωρούσαν στη ζωή της. Η μια ήταν η σχέση με τη μητέρα της και η άλλη η σχέση με τον άντρα της. Το κοινό στοιχείο που αναδύθηκε και στις δύο αυτές σχέσεις ήταν η έντονη κριτική, η υποτίμηση, η λεκτική βία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι η συναισθηματική κακοποίηση ενός ανθρώπου μπορεί να συμβαίνει με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να μην γίνεται εύκολα αντιληπτή και η λεκτική βία μπορεί να το προκαλέσει αυτό. Επίσης το να μπαίνει κάποιος στο ρόλο του θύματος, σε κάθε σχέση στη ζωή του, μπορεί αν είναι κάτι το οποίο έχει μάθει από παιδί, είναι γνώριμος ρόλος τον οποίο δύσκολα αντικαθιστά με κάποιον άλλο.
Η Κατερίνα σήμερα..” κάποια στιγμή πήρα την απόφαση να δω κατάματα ποια είμαι….να δω τι με ενοχλεί και το καταπίνω διαρκώς….να παραδεχθώ ανοιχτά ότι ο άντρας μου με μειώνει καθημερινά ως γυναίκα και ως άνθρωπο και το υπομένω γιατί έχω πιστέψει και εγώ ότι είμαι κατώτερος άνθρωπος. Προσπαθώ για πρώτη φορά να βάλω όρια στην σχέση με τη μητέρα μου και να μην βάζω πάντοτε σε δεύτερη μοίρα τα δικά μου θέλω, την υγεία μου. Έχω ελαττώσει σημαντικά τα φάρμακα αλλά έχω δρόμο ακόμη σε σχέση μ΄αυτό γιατί κάνω υποτροπές σε σχέση με το συναίσθημά μου. Πήρα κάποιες σημαντικές αποφάσεις οι οποίες όμως με κλόνισαν αρκετά ωστόσο δεν έκανα πίσω και αυτό χάρη στην βοήθεια που παίρνω μέσω της ψυχοθεραπείας. Δεν είναι εύκολο, θέλει ψυχική δύναμη. Χαίρομαι που καταφέρνω να ελέγξω τις κρίσεις άγχους οι οποίες πλέον είναι αραιές και μικρής έντασης και βγαίνω πιο δυνατή από αυτό. Αισθάνομαι για πρώτη φορά ότι ξέρω τον εαυτό μου και τον οδηγώ εγώ….”.
Γίνεται κατανοητό από το περιστατικό αυτό ότι η διαχείριση του άγχους είναι μια περίπλοκη και επώδυνη διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο, δέσμευση και απόφαση για αλλαγή. Η χρήση φαρμάκων πρέπει να είναι παροδική και δεν αποτελεί μέσο ίασης. Από την άλλη η ψυχοθεραπεία μπορεί να φέρει στο φως θέματα που πονάνε και πληγές που πρέπει να επουλωθούν.