Μια ιστορική αναδρομή….
Οι πολιτικές των διαφόρων χωρών σχετικά με την νομιμότητα της κάνναβης για ιατρική και ψυχαγωγική χρήση διέπονται από την Ενιαία Σύμβαση για τις Ναρκωτικές Ουσίες των Ηνωμένων Εθνών που επικυρώθηκε το 1961, από την Σύμβαση για τις ψυχοτρόπες ουσίες του 1971 και τη Σύμβαση Κατά της Παράνομης Διακίνησης Ναρκωτικών Ουσιών και Ψυχοτρόπων Ουσιών του 1988.
Η ελληνική νομοθεσία σχετικά με την κάνναβη είναι γεγονός ότι παρουσιάζει αρκετή ανομοιογένεια τουλάχιστον έως το 1936, χρονιά κατά την οποία η κατοχή και η χρήση της στην Ελλάδα θεωρείται απαγορευμένη, μια χρονική στιγμή που συμπίπτει με μια ολόκληρη εκστρατεία που λαμβάνει χώρα στην Αμερική εναντίον αυτής προβαλλόμενη ως το σατανικό φυτό το οποίο παρασύρει την νεολαία. Η ελληνική νομοθεσία προσπάθησε να εναρμονιστεί με το διεθνές νομικό πλαίσιο έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις συμβάσεις αυτές. Χρήσιμο είναι να επισημάνουμε ότι με η Σύμβαση του ΟΗΕ, το 1988 κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών η οποία τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα με τον Ν. 1990/1991, προβλέπει την δυνατότητα λήψης εναλλακτικών μέτρων όπως η θεραπεία, η εκπαίδευση και η κοινωνική επανένταξη για δράστες αδικημάτων σχετικών με τα ναρκωτικά με σκοπό την προσωπική χρήση.
Με βάση όλα τα νομικά κείμενα στο χώρο των ναρκωτικών αλλά και με τις αρχές του ποινικού δικαίου περί καταλογισμού της ευθύνης (άρθρο 28, ΠΚ) η ελληνική νομοθεσία προβλέπει αυστηρή αντιμετώπιση για τους εμπόρους ναρκωτικών αλλά όταν πρόκειται για εξαρτημένους δράστες υιοθετεί παράλληλα με τις στερητικές της ελευθερίας ποινές και εναλλακτικά θεραπευτικά μέτρα που στοχεύουν στην πλήρη απεξάρτηση όσων το επιθυμούν.
Η ανάγκη υιοθέτησης εναλλακτικών μορφών μεταχείρισης εξαρτημένων δραστών φαίνεται επιτακτική, κατοχυρώνει το δικαίωμα του εξαρτημένου δράστη στη θεραπεία, δίνει ευκαιρία επανένταξης και αποχής από μελλοντικές εγκληματικές πράξεις, αποφεύγοντας πολυετείς φυλακίσεις, με εξαίρεση τους εμπόρους ναρκωτικών ουσιών. Έτσι εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα ο ειδικοπροληπτικός σκοπός της ποινής και κατ’ επέκταση ωφελείται η κοινωνία λόγω της μείωσης της εγκληματικότητας.
Η έννοια της αποκαταστατικής δικαιοσύνης εισάγεται για πρώτη φορά στην εγκληματολογία το 1977 από τον AlbertEglash ο οποίος υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη μορφή δικαιοσύνης παρέχει μια οικειοθελή ευκαιρία τόσο στο θύτη όσο και στο θύμα να αποκαταστήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής δεν αντιμετωπίζουν το έγκλημα ως μια παραβίαση του νόμου οπότε χρειάζεται να επιβληθεί η τιμωρία. Στην περίπτωση της χρήσης παράνομων ουσιών ακριβώς επειδή το έγκλημα προκαλεί βλάβη και πόνο στον ίδιο το χρήστη, στην οικογένειά του αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία, η έννοια αυτή αποτελεί μια ομπρέλα η οποία περιλαμβάνει μια ποικιλiα πρακτικών. Με την αξιοποίηση πρακτικών αποκατάστασης ή επανόρθωσης ενθαρρύνεται η ανάληψη της ευθύνης της πράξης από τον χρήστη ουσιών και όχι η παθητική απόδοση ευθύνης από το δικανικό σύστημα.
Το ζήτημα της αποποινικοποίησης
Η πολιτική αποποινικοποίησης της χρήσης κάνναβης στοχεύει στην μετατροπή της απλής κατοχής σε ένα μη ποινικό αδίκημα (συχνά παρόμοιο με μία μικρή οδική παράβαση). Οι πολιτικές των χωρών ποικίλλουν γεγονός που ενδυναμώνει την κοινωνική σύγχυση γύρω από το θέμα αυτό.
Στην Ελλάδα η χρήση κάνναβης εξακολουθεί να είναι παράνομη. Με βάση το νόμο περί ναρκωτικών Ν4139/2013 στοιχειοθετείται ένα ελαφρύ πλημμέλημα για όποιον, για δική του αποκλειστική χρήση, προμηθεύεται ή κατέχει κάνναβη ή κάνει χρήση της ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση και μπορεί να επισύρει ποινή φυλάκισης ως 5 μήνες. Στον ίδιο νόμο στο άρθρο 29 παρέχεται η δυνατότητα να κριθεί ατιμώρητος ο δράστης της πράξης εάν το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητά του, θεωρείται ότι η αξιόποινη πράξη ήταν εντελώς περιστασιακή και δεν είναι πιθανόν να επαναληφθεί.
Επί της ουσίας λοιπόν με βάση το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο η χρήση έχει αποποινικοποιηθεί όταν αφορά σε εξαρτημένα άτομα στα οποία διευκολύνεται η ένταξή τους σε θεραπευτικό πρόγραμμα. Το ερώτημα όμως παραμένει ανοιχτό για το σύνολο της κοινωνίας διότι εξακολουθεί να υφίσταται ένα δίπολο απόψεων στο οποίο από τη μια έχουμε την γενική παραδοχή ότι η σκληρή πολιτική που είχε επικρατήσει τα τελευταία 50 χρόνια (warofdrugs) δεν έφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα ή ήταν μάλλον καταστροφική.
Η κοινή γνώμη συχνά επιχειρηματολογεί υπέρ ή κατά της κάνναβης συγκρίνοντάς τη με τη χρήση αλκοόλ και καπνού. Μελέτες οι οποίες αναφέρονται στη χρήση αλκοόλ και καπνού και στην επίδραση της ελεύθερης διάδοσής τους στη δημόσια υγεία δεν θα μπορούσαν με ακρίβεια να εκτιμήσουν το τι θα συμβεί αν η διάθεση της κάνναβης απελευθερωθεί παρά μόνο να υποστηρίξουν ότι σαφώς αν η κατανάλωσή της ανέλθει στα επίπεδα αυτών, θα επηρεάσει τη δημόσια υγεία συνολικά. Οι αλλαγές στο νομικό πλαίσιο των κρατών προς την κατεύθυνση της νομιμοποίησης της χρήσης κάνναβης επιβάλλουν να γίνει κατανοητό από τους ανθρώπους από τη μια οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και από την άλλη τα πιθανά θεραπευτικά οφέλη από τη χρήση της στην ιατρική.
Αναμφίβολα η απάντηση των εκάστοτε κυβερνήσεων των χωρών σε ένα τέτοιο ερώτημα συνοδεύεται από πολιτικό κόστος. Κράτη τα οποία ξεχώρισαν για την έντονα κατασταλτική τους πολιτική απέναντι στα ναρκωτικά και ειδικότερα στην κάνναβη δεν κατάφεραν να ισορροπήσουν την αμφιθυμία τους. Είναι γεγονός ότι χρειάζεται να υπάρχει μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο τι είναι κοινωνικά αποδεκτό και τι όχι. Ωστόσο η ποινική αντιμετώπιση μπορεί να οδηγήσει στη διαχείριση τέτοιων περιπτώσεων με τη μορφή πρόληψης και όχι με την εμπλοκή του ποινικού κώδικα ως μέσο ηθικολογικής χειραγώγησης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παρασκευόπουλος Ν. (2014). Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, Μετά το Ν.
4139/2013, Δ’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ.
ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, Νομική
Βιβλιοθήκη, ΕΚΔΟΣΗ, 2009.
Χάιδου Α.(2016). Χρήση-Εξάρτηση-ΕπίσημοςΚοινωνικός Έλεγχος. Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.
Hauge Ragnar (2009), Debating decriminalization of drug use in Norway, μτφρ. Φασσουλάκης Γ., Εξαρτήσεις, τεύχος
18, 2011, σελ. 57.
United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC) Cannabis: A short Review. Vienna, Austria, 2012.
Wexler B.